Την 21η Ιουνίου, ο «Ο.», ένας αθάνατος νεαρός, επιστρέφει στην πατρίδα του..., για να πεθάνει. Μέσα από μια ολοήμερη διαδρομή παρακολουθεί τις αλλαγές που έχει φέρει ο χρόνος, τη φθορά, αλλά και την ομορφιά των πραγμάτων. ∆ιαφορετικές γυναικείες φιγούρες που βρίσκονται στον δρόμο του, τον κατευθύνου..
[…]∆ε βγαίνω ποτέ με συννεφιά.
Πόσες φορές δε βρέθηκα,
στεγνός μετά τη βροχή,
να γελάω ειρωνικά
εις βάρος εκείνων που
ξέμειναν απερίσκεπτα
κι η μπόρα τούς πρόλαβε
να φιλιούνται
στην άκρη του δρόμου.
Οι ανόητοι. […]..
[…] δέρμα νερού στο χρώμα του χρυσού
εφάπτομαι
βήμα ανάλαφρο στην κόψη του
ξυραφιού
σκοντάφτω να μη βλάψω
ανάβω ένα κερί γυρίζω μια σελίδα
αφουγκράζομαι: στοργικές φυλλωσιές
ζώο ρουθουνίζει ζώο
ο χορός της φλόγας […]..
Όταν τα σκοτάδια πήραν φωτιά,
τα σώματά μας έφεγγαν σε κοινή θέα,
οι κτίστες έφυγαν κι άφησαν το τείχος μισό,
ο φόβος είχε ήδη μπει στην πόλη καιρό τώρα,
μαζί κι η σιωπή...
Ποιων στοχασμών η αλήθεια,
ποια έξαρση ψυχής μ’ οδήγησε
σε τούτη την απόφαση ζωής, σ’ αυτό το μονοπάτι;
Γιατί νηφάλια σκέψη δεν μπορεί στη μοναξιά να σε πλανεύει,
σε αδιέξοδα να σε γυρνά
κι εσύ να τ’ αποδέχεσαι χωρίς αντίσταση,
δίχως παράπονο και καταφρόνια.
Είναι η πείρα της ζωής που μου ’μα..